- ἐπίκοτον
- ἐπίκοτοςwrathfulmasc/fem acc sgἐπίκοτοςwrathfulneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίκοτος — ἐπίκοτος, ον (Α) 1. θυμωμένος, εχθρικός, εκδικητικός («στάσιν ἐπίκοτον», Πίνδ.) 2. μισητός, απεχθής. επίρρ... ἐπικότως με οργή, θυμωμένα, εχθρικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κότος «οργή»] … Dictionary of Greek